Γράμμα από το Δουβλίνο - Μυθιστόρημα  
     
  AΠOΣΠAΣMA – ΣEΛ. 173 – ΣEΛ. 179  
     
 

ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΞΙ ΧΡΟΝΙΑ στο νούμερο 5 της rue de Chalampe μένει ο Στέλιος. Τρόπος του λέγειν μένει, γιατί ο Στέλιος, κοινωνιολόγος υπεύθυνος για τα ανα­πτυξιακά προγράμματα στις χώρες του τρίτου κό­σμου, είναι υποχρεωμένος να περνά τους περισσότε­ρους μήνες του χρόνου στην Αφρική.

 

H Mme Radamsky του καθαρίζει που και που το σπίτι, του μαζεύει την αλληλογραφία, του πληρώνει τους λογαριασμούς κι όταν επιστρέφει του φτιάχνει κάτι γλυκά που θα τα ζήλευε κι η Mme Rossellini.

 

Από πέρσι τον Νοέμβριο είχα να δω τον Στέλιο. Μάθαινα πώς κάνει καλή δουλειά εκεί κάτω και πως θα επέστρεφε κατά την άνοιξη, αλλά ένας workaholic σαν κι εμένα που απολαμβάνει τη συννεφιά του Στρασβούργου, όπως άλλοι απολαμβάνουν τον ήλιο της Μεσογείου, δεν φαντάζομαι να νομίζετε πως το πρώ­το πράγμα πού σκέφτεται όταν διαπιστώνει πως μπήκε ό Απρίλιος είναι, αχ, ήρθε η άνοιξη.

 

Κάπως έτσι, ξεχασμένο στο χειμώνα μου και πηγ­μένο από χαρτιά και συμβούλια με βρήκε ο Στέλιος στο γραφείο μου την παραμονή της Πρωτομαγιάς που μας πέρασε. Ο Στέλιος ο Camel Trophy. Ως κι η Roxane ήξερε το παρατσούκλι του. Έτσι μαυρισμένος όπως επέστρεφε κάθε φορά στο συννεφιασμένο Στρασβούργο, μ' εκείνη την κάθε άλλο παρά εοκική αμφίεση, το Camel Trophy του ταίριαζε περισσότερο απ' το όνομά του. Η Roxane ενθουσιαζόταν μαζί του. Η παρουσία του Στέλιου στο γραφείο μας της θύμιζε διακοπές, έλεγε, κι εκείνος εις απάντησίν μου έκανε κάθε φορά μπροστά της την ίδια ερώτηση.

 

«Πότε θα δώσεις άδεια στο κορίτσι να το πάρω μαζί μου;»

 

«Ρε μαλάκα, τόσα χρονιά το ίδιο αστείο; Δεν μπορείς να σκεφτείς κάτι καινούργιο;» είπα, κι η Roxane γέλασε γιατί η μία από τις πέντε ελληνικές λέξεις πού γνώριζε ήταν το μαλάκας. «Για λέγε νέα, είπα καθώς μπαίναμε στο γραφείο μου, «πώς πήγαν τα πράγματα; Roxane, παρακαλώ ένα τέταρτο διά­λειμμα για τον φίλο μου», συμπλήρωσα γυρνώντας προς το μέρος της και κλείσαμε πίσω μας την πόρτα.

 

Ο Στέλιος ήταν φίλος του κουμπαρά, όπως ονόμαζε η Μαρίνα τους φίλους που τους μιλάς σπανίως και τους συναντάς σπανιότερα, αλλά σε έχουν και τους έχεις πάντα πρόχειρους στο τσεπάκι σου. Πριν από το πρώτο μου ταξίδι στην Γκαμπόν, γνωριζόμα­στε ήδη μέσα από την επαγγελματική αλληλογραφία. Αγαπητέ κύριε Άλιφέρη, αγαπητέ κύριε Σταυρόπουλε, τέτοια. Όταν όμως έφτασα στην Γκαμπόν, από την πρώτη κιόλας μέρα της παραμονής μου εκεί, μια ανεξήγητη χημεία μας έκανε να νομίζουμε πώς σχε­δόν είχαμε επιθυμήσει ο ένας τον άλλον. Το πρώτο ταξίδι μου στην Γκαμπόν μπορεί να ήταν ή αρχή της φίλιας μας, αλλά το δεύτερο ήταν η επικύρωσή της. Μέχρι τότε, ο Στέλιος με είχε αφήσει να καταλάβω πως, εξαιτίας κάποιου ιδιαίτερου, μη επαγγελματικού λόγου, ήθελε να συνεχίσει οπωσδήποτε τη δουλειά του εκεί, αλλά χρειάστηκε να περάσουν δυο χρόνια ώσπου να μου φανερώσει αυτόν το λόγο.

 

«Μην κανονίσεις τίποτε άλλο, θα μείνεις στο σπίτι μου», θυμάμαι πώς μου είχε γράψει και το είχα θεω­ρήσει τόσο φυσικό που απάντησα μόλις δυο μέρες πριν από την αναχώρηση μου και με δυο λογία. Φτάνω τη Δευτέρα, θα τα πούμε από κοντά, Νάσος.

 

Ο Στέλιος είχε έρθει να με υποδεχθεί στη Λιμπρβίλ με το τζιπάκι του.

 

«Επειδή το σημερινό πρόγραμμα, αρχηγέ, προ­βλέπει κουβέντα, καλό φαγητό και αποκαλύψεις, θα σε πάω κατ’ ευθείαν στο Λαμπαρενέ. Αύριο αρχίζεις την επιθεώρηση», είχε πει.

 

Στο Λαμπαρενέ όπου ήταν το σπίτι του Στέλιου, νόμιζα πως εντελώς τυχαία δεν είχα πάει την προη­γούμενη φορά πού βρισκόμουν στην Γκαμπόν.

 

Είχαμε κατεβάσει τις πλαστικές πόρτες του τζιπ για να μη γίνουμε μούσκεμα απ' τη βροχή και λέγαμε ένα κάρο μαλακίες, ώσπου ο Στέλιος τράβηξε το χειρόφρενο, είπε, «μεγάλε, ετοιμάσου τώρα για αποκα­λύψεις», κι εγώ, νομίζοντας πως έπρεπε ν' απαντήσω και σ' αυτήν τη μαλακία, είπα, «ο αρχηγός τα 'χει δει όλα, αγόρι μου», και τον ακολούθησα.

 

Εκείνη τη μέρα στο Λαμπαρενέ, ο Στέλιος μου γνώρισε τη Μαριμά. Μια πανέμορφη εγκυμονούσα Γκαμπονέζα της φυλής των Μπαντού, που με υπο­δέχθηκε μ' ένα πλατύ χαμόγελο, μια χειραψία κι ένα ελληνικότατο καλώς ήρθες.

 

«Περιμένουμε μωρό σε δυο μήνες», είπε ο Στέλιος, λες και η έκπληξή μου αφορούσε τις εβδομάδες της κύησης, «οι γερόντισσες στο Λαμπαρενέ λένε πώς θα 'ναι κορίτσι», συμπλήρωσε, κι εγώ δεν ξέρω γιατί, αλλά το μόνο που μπόρεσα να πω γυρνώντας προς το μέρος του —κατάλαβα αμέσως πως αυτό ακούστηκε σαν γρίφος— ήταν, «Στελλάρα, douze points».

 

Αν μη τι άλλο, εισέπραξα δυο αμήχανα χαμόγελα, έτσι για να μην είμαι ο μόνος απορημένος μαλάκας.

 

Στους επόμενους μήνες ο Camel Trophy απόκτη­σε πράγματι μια κόρη, την Αίσα. Εγώ έλαβα έναν strictly confidential φάκελο με μια φωτογραφία της Μαριμά ποz κρατούσε αγκαλιά το μωρό, ένα σημείω­μα ποz έγραφε, μεγάλε, έχε το νου σου για κανένα μικρό και φτηνό σπίτι στο Στρασβούργο, κι o Στέλιος κληρονόμησε τo νούμερο 5 της rue de Chalampe από την Κατερίνα που έφυγε για την Ελλάδα.

 

Μαρινάκι, τον Στέλιο δεν πρόλαβες να τον γνωρίσεις. Πέταξες εκείνο το εξαφανίσου —σου δίνω το λόγο μου πως ήθελα πράγματι να εξαφανιστώ τις μέρες που ακολούθησαν εκείνη τη μεθυσμένη νύχτα— και χάθηκες πίσω απ' τα αδιαφανή τζάμια του ελέγ­χου διαβατηρίων. Μαρινάκι μου μοναδικό κι ανεπανάληπτο, ο Στέλιος μου 'φερε το γράμμα σου την πα­ραμονή της Πρωτομαγιάς. Ακούμπησε πάνω στο γραφείο μου τον κίτρινο φάκελο και δεν είπε τίποτα γι' αυτόν όση ώρα μιλούσαμε. Μόνο όταν σηκώθηκε να φύγει είπε, «ρε, μην το ξεχάσω. Αυτός ο φάκελος έφτασε στη Chalampe στο όνομα σου πριν από οκτώ μήνες. Μου τον έδωσε χθες η Radamsky μαζί με διάφορες άλλες μαλακίες. Για κοίτα να δεις τι είναι, γιατί γράφει personal».

 

H Roxane πίστεψε πως ο Στέλιος μου έφερε πολύ κακά μαντάτα για την έκδοση των προγραμμάτων, όταν με άκουσε στην ενδοεπικοινωνία να λέω κοφτά, «μην με ενοχλήσει κανείς ώσπου να σου πω». Τώρα που, εν ηρεμία, ξαναφέρνω στο νου μου τη σκηνή, πρέπει να ανησύχησε κιόλας η κακομοίρα, γιατί όταν βγήκα απ' το γραφείο μου υστέρα από μία ώρα του­λάχιστον κι εκείνη με κοίταξε εξεταστικά περιμένο­ντας να πω κάτι σχετικό με τη δουλειά, εγώ είπα μόνο, «Roxane, βάλε όλα τα σπουδαία αύριο, όποιος με ζητήσει είμαι έκτος γραφείου», κι έφυγα.

 

Ταξίδι στο Δουβλίνο, λοιπόν, ε; Γεια σου και χαρά σου, ψευτράκο, ε; Ύστερα από εννιά χρονιά εξαφάνισης, ε; Όλα δικά σου σ αυτή τη ζωή, έτσι; Όποτε θέλουμε φεύγουμε, όποτε θέλουμε γυρνάμε, όποιον θέλουμε ενοχλούμε, του ταράζουμε την ηρεμία και δεν βαριέσαι, έτσι; Εμείς το ντέφι να χτυπάμε κι οι άλλοι να χορεύουν, ε; Να πάς να γαμηθείς. Ναι. Εγώ το λέω αυτό. Εγώ που τρεις μήνες σε κυνηγούσα για να ζητήσω συγγνώμη για μια νύχτα που την πήρα όλη επάνω μου. Λες και έφταιγα μόνον εγώ. Λες κι εσύ δεν ήσουν παρούσα, δεν συμμετείχες, δεν ήξερες τίποτα εσύ για ό,τι έγινε. Πήγες και μίλησες στον Γιώργο και τα είπες όλα, χωρίς να σκεφτείς πώς ένιωθα εγώ που ξέροντας πώς ο Γιώργος ξέρει, έριχνα τα μούτρα μου και σε ζητούσα να μιλήσουμε. Νόμιζες πώς δεν θα μάθαινα πώς τα 'πες στον Γιώργο χαρτί και καλαμάρι, ε; Το 'μαθα όμως. Το 'μαθα, όπως έμαθα κι ότι ο Γιώργος δεν συμφωνούσε με τη συμπε­ριφορά σου και σου έλεγε πως δεν αξίζει να χαλάσεις τη φιλία μας για μια νύχτα. Εκεί φτάσαμε. Εγωί­στρια. Ψωροεγωίστρια. Να με υπερασπίζεται ο Γιώρ­γος κι εσύ να με φτύνεις. Νομίζεις πώς με τιμώρη­σες, ε; Κούνια που σε κούναγε.

 

Είχε γεμίσει το μυαλό μου βρισιές εκείνο το μεσημέρι. Οδηγούσα με χίλια κι ούτε κατάλαβα πώς πλησίαζα στο Λουξεμβούργο με τον κίτρινο φάκελο δίπλα μου, πεταμένο στη θέση του συνοδηγού.

 

Έβρεχε. Οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν στο φουλ. Αν βρισκόσουν μπροστά μου την ώρα πού έβγαινα απ' το γραφείο μου, σ’ τ’ ορκίζομαι, θα σε είχα χαστουκίσει. Κι αν κάτι μου υπενθύμιζε την παρουσία του κίτρινου φακέλου δίπλα μου, την ώρα πού έσφιγ­γα το τιμόνι λες κι έσφιγγα τα μπράτσα σου, θα τον είχα πετάξει απ' το παράθυρο. Σταμάτησα όμως δί­πλα στο δεξί πεζοδρόμιο της avenue de la Liberte και τράβηξα το χειρόφρενο.

 

Τι θυμάσαι απ' την avenue de la Liberte; Πολύ χαίρομαι που είσαι καλά. Τώρα υπάρχει στη ζωή σου κι ο Φοίβος, ε; Ο κος Μάλλον, έτσι; Ώστε Δουβλίνο, λοιπόν. Δεν θυμάμαι να 'χαμε ταξιδέψει ποτέ σ' αυτή την πόλη. Ποια είναι η Μαίρη και ποιος είναι ο Κώστας; Ώστε ο Αντρικός τέλειωσε το πανεπιστήμιο, ε;

 

Έβρεχε. Σταμάτησα τους υαλοκαθαριστήρες κι έσβησα τη μηχανή. Εκείνη η ευεργετική συννεφιά που σε κάνει να χάνεις την αίσθηση του χρόνου, η δυνατή βροχή που απαγόρευε οποιαδήποτε ορατότητα πίσω απ' τα τζάμια του αυτοκινήτου μου κι η φοβερή νοσταλγία που, σχεδόν σαν αγκαλιά, είχε διαδεχθεί τον απίστευτο θυμό μου, με βοήθησαν ν' ανάψω την πίπα μου και να ξαναδιαβάσω με την ησυχία μου το πιο μεγάλο γράμμα που μου 'χεις ποτέ στείλει.